συναπάραι

συναπάραι
συναπά̱ραῑ , συναπαίρω
sail
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναπᾶραι — συναπαίρω sail aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπαίρω — Α 1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.) 2. αναχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαίρω «αποπλέω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”